Από μικρός είχα την περιέργεια να παρακολουθώ τις συζητήσεις των γερόντων του χωριού μου, που κάτω από τον βαθύσκιο πλάτανο της πλατείας μας απολάμβαναν το καφεδάκι τους η πολλές φορές το τσιπουράκι τους.
Συζητούσαν ιστορίες του πολέμου πρώτου και δευτέρου Παγκοσμίου, Μικρασιατικού, του 40 και του εμφύλιου.
Μιλούσαν για ξωτικά, νεράιδες που εμφανίζονταν ντάλα μεσημέρι - τις αμίλητες ώρες - όπως έλεγαν. Ιστορίες που προξενούσαν φόβο σε εμάς τα μικρά παιδιά.
Δεν έλειπαν και οι τοπικές και γειτονικές ιστορίες που περιείχαν αστεία γεγονότα και προξενούσαν γέλιο αλλά και προβληματισμό.
Άλλαζαν πολλές φορές κουβέντα και συζητούσαν για λαογραφικά και έθιμα από την ζωή των κατοίκων με τα σχετικά.. πειράγματα.
Όλα αυτά τα αποτύπωνα στην μνήμη μου και μεγαλώνοντας πλούτιζαν τις αναμνήσεις μου.
Όμως όλα αυτά με το πέρασμα του χρόνου χάνονται, λησμονούνται η παραμένουν στις αναμνήσεις των παλαιότερων, που φεύγουν μαζί με αυτές.
Τα περισσότερα από αυτά τα γεροντάκια δεν υπάρχουν σήμερα.
Την ιστορία που θα σας διηγηθώ, την άκουσα από τον ίδιο τον ήρωάς της,τον Βασίλη, έναν από τους λίγους γέροντες εκείνης της εποχής που ζει και είναι σήμερα 90 χρονών.
Ήταν τότε που η Ελλάδα μαζί με τόσες άλλες Ευρωπαϊκές χώρες στέναζε κάτω από την Γερμανική κατοχή, απολαμβάνοντας όλα τα.... αγαθά του πολέμου. Φτώχεια, πείνα, δυστυχία, εξαθλίωση, αίμα και θάνατο.
Η πείνα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα βάσανα που πέρασε ο Ελληνικός λαός την περίοδο της κατοχής, ιδίως οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων γιατί με τον πόλεμο είχαν καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό οι δρόμοι καθιστώντας αδύνατη τη μεταφορά των αγαθών από την επαρχία. Πέραν αυτών, οι κατακτητές άρπαξαν από τη χώρα ο,τι τους ήταν χρήσιμο, τρόφιμα μεταφορικά μέσα, καύσιμα και χρήματα.
Το 1941, σε κάθε πόλη και χωριό, καθιερώνεται από το ΕΑΜ μια τοπική αυτοδιοίκηση, κάτι σαν τοπική κυβέρνηση που οργάνωνε την αντίσταση εναντίων του στρατού κατοχής και της Γερμανικής μπότας που τους είχε καθίσει έτσι στα καλά καθούμενα στο σβέρκο.
Ο υπεύθυνος για τη βοήθεια στις μετακινήσεις-μεταφορές των ανταρτών, διάλεγε χωρικούς που είχαν μουλάρια γερά, δυνατά, γιατί το φορτίο ( πυρομαχικά κ.λπ. ) ήταν βαρύ και τους έστελνε όπου οι αντάρτες χρειάζονταν βοήθεια. Η μεταφορά δε, γινόταν από δύσκολα στενά και κρυφά μονοπάτια έτσι ώστε να μη δίνουν στόχο.
Τέτοιο ήταν και το μουλάρι που είχε ο Βασίλης γερό, δυνατό, για αυτό είχε λάβει μέρος σε πολλές τέτοιου είδους αποστολές μεταφοράς πολεμικού υλικού των ανταρτών.
Πήρε λοιπόν διαταγή να πάει με το μουλάρι του στην τοποθεσία Αγ. Ειρήνη της περιοχής Λογκανίκου να παραλάβει υλικό των ανταρτών οι οποίοι θα έρχονταν από μια μάχη που είχαν δώσει εναντίων των Γερμανών στην Βλαχοκερασιά Αρκαδίας.
Σε λίγο άρχισαν να καταφτάνουν ένας-ένας οι αντάρτες ταλαιπωρημένοι μεν, αλλά με ακμαίο το ηθικό και ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα της μάχης.
Είχαν δώσει ένα καλό μάθημα στους Γερμανούς με αρκετό πολεμικό υλικό ως λεία.
Ο Βασίλης τους κοίταζε με θαυμασμό όπως ήταν ζωμένοι με τα όπλα και τις παλάσκες χιαστί γεμάτες σφαίρες.
Για πρώτη φορά είδε ένα όπλο που κρατούσε ένας αντάρτης, ήταν διαφορετικό. Από περιέργεια ρώτησε πως το λένε.
--- Άσε, μη ρωτάς, δεν είναι για σένα αυτά, ήταν η απάντηση που πήρε.
Έμαθε αργότερα ότι ήταν ημιαυτόματο.
Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι οι αντάρτες, έφτιαξαν κάτι πρόχειρο να φάνε σε άπλυτα και καταπράσινα από τη σκουριά χάλκινα μαγειρικά σκεύη.
--- Παναγία μου θα δηλητηριαστούμε, είπε μέσα του ο Βασίλης.
Τώρα βέβαια αν κάποιος εκείνο τον καιρό που η πείνα θέριζε, δεν έτρωγε επειδή τα κατσαρολικά ήταν άπλυτα η σκουριασμένα, θα έμενε όχι μόνο σαν ηρωική φράση αλλά και σαν ηρωική πράξη!
Η πείνα που ήταν μόνιμα εγκαταστημένη στο στομάχι του Βασίλη, έδιωξε αμέσως αυτές τις σκέψεις από το μυαλό του, έφαγε μαζί με τους αντάρτες, φόρτωσαν τα υλικά και τράβηξαν για το κρησφύγετο τους στον Ταΰγετο διασχίζοντας τον κάμπο του Λογκανίκου.
Φτάνοντας στο χωριό Σπανέικα, στρατοπέδευσαν για να ανασυνταχθούν και να ξεκουραστούν. Άναψαν και το καζάνι να μαγειρέψουν.
Το συσσίτιο της ημέρας ήταν φακές.
Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί πληροφορήθηκαν ότι στην περιοχή υπήρχαν αντάρτες και ένα αεροπλάνο βομβάρδισε τον κάμπο χωρίς ευτυχώς ανθρώπινα θύματα. Σκότωσαν μόνο ένα μουλάρι ( του Αγγανόγιαννη ) που έβοσκε αμέριμνα.
Οι αντάρτες σαν άκουσαν τον ανατριχιαστικό θόρυβο του Γερμανικού βομβαρδιστικού, ( στούκας ) ετράπησαν εις άτακτον φυγήν φοβούμενοι μήπως το αεροπλάνο ανακαλύψει τη θέση τους. Πήραν οτι πρόλαβαν και χάθηκαν στα έλατα του Ταΰγετου που δεν ήταν πολύ μακριά από εκείνο το σημείο.
Το καζάνι με τις φακές δεν μπορούσαν να το πάρουν. Το άφησαν εκεί με το... περιεχόμενο. Έβραζε και μοσχομύριζε.
Όταν το βομβαρδιστικό τελείωσε την αποστολή του και χάθηκε από τον ορίζοντα, ο μικρός Βασίλης βγήκε από τη κρυψώνα του και έτριβε τα χέρια του από χαρά.
Πως να φάει όμως που δεν είχε ούτε πιάτο ούτε κουτάλι. Πήγε σε ένα σπίτι στο χωριό να ζητήσει ένα κουτάλι. Μια φοβισμένη γυναίκα πρόβαλε από την μισάνοιχτη πόρτα, που δυσκολευόταν να πιστέψει αυτά που της έλεγε.
Δεν ήξερε ποιος ήταν και από που κρατάει η… σκούφια του. Νόμισε ότι θα της κάνει κακό.
Ήταν δύσκολες εποχές. Σου χτυπάγανε την πόρτα και δεν ήξερες αν είναι στρατιώτης ντυμένος αντάρτης, αντάρτης ντυμένος στρατιώτης, μαυραγορίτης, δοσίλογος η κάποιο από τα τόσα κακοποιά στοιχεία που είχε δημιουργήσει η πείνα και ο πόλεμος.
Την έπεισε τελικά ότι δεν είναι τίποτα από όλα αυτά και του έδωσε ένα πιάτο και ένα κουτάλι.
Γύρισε πίσω στο καζάνι με τις φακές ο Βασίλης και ...το έριξε στο φαι. Δεν είχε ξανά δει τόσο φαί. Είχε δικό του – καταδικό του – ένα ολόκληρο καζάνι φακές.
--- Πόσα πιάτα νομίζεις ότι έφαγα-ρωτάει.
Όσο πεινασμένος και να είναι ένας άνθρωπος δεν μπορεί να φάει περισσότερα από 2-3 πιάτα. Για να κάνει όμως τέτοια ερώτηση προφανώς θα έφαγε περισσότερα.
Δυο- τρία λέω.
--- Ούτε στη μέση δεν είσαι, απαντάει.
--- Δηλαδή; ξαναρώτησα με απορία.
--- Έφαγα 9 πιάτα.
--- 9 πιάτα φακές, έκανα έκπληκτος!!!
--- Ναι, 9 πιάτα!.
Κουίζ....
Εσύ, πόσα πιάτα φακές μπορείς να φας;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΑΤΡΟΥ
ΒΟΣΤΩΝΗ
ΠΗΓΗ : WWW.LOGANIKOS.GR